logo

 

The Order of the Lily
and the Eagle

 

space History of the
Spiritual Family II

BIG col-1

 

Order of the Lily and the Eagle

Order of the Lily and the Eagle


ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ

δεύτερο μέρος

 

ΙΣΤΟΠΙΚΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ - δεύτερο μέρος

Άπα αφήγηση του Δώρου.


σελίδες 81 έως 90

 


ORDER OF THE LILY AND THE EAGLE

part two

 

HISTORY OF THE SPIRITUAL FAMILY - part two

As narrated by Doros.


pages 81 to 90


ΠΗΕΡΤΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ο άγνωστος Σοφός : Εμφάνιση του διδασκάλου. Γνωριμία με το Κωνσταντίνο και τον Δημήτριο.

2. Ο πλούσιος έμπορος Κωνσταντίνος : Σχέση του Κωνσταντίνου με την γυναίκα του.

3. Ο νεαρός Δημήτριος με το Διδάσκαλο : Οράματα προηγούμενων ενσαρκώσεων.

3. Ο Κωνσταντίνος και ο Δημήτριος : Αποφυλάκιση Κωνσταντίνου.

4. Ο Κωνσταντίνος με τον Διδάσκαλο : Ο θάνατος της γυναίκας του Κωνσταντίνου

5. Ο Γιώργος και ο Γιάννης : Συνάντηση του Διδασκάλου και της Μαρίας με τους Δημήτριο Kωσταντίνο. Γιώργο και Γιάννη.

6. Ή αποκάλυψη του Διδασκάλου : Διδασκαλία του διδασκάλου περί Ανθρώπου.

Μύθος της Δημιουργίας : Προορισμός του Ανθρώπου.

7. Ο Νικόλας και ο Τζίμης. Ή αφύπνιση της Δώρας και των 6 τέκνων της.

Σφράγισμα των 6 Γιγάντων από τον Άρχοντα.

8. Ή δοκιμασία του Κωνσταντίνου.

9. Το Δώμα της Ζώης : Το Βιβλίο: της ζωής. Το αλχημικό εργαστήριο του Δώρου.

10. Ο γάμος και ο θάνατός της γυναίκας του Δημήτρη.

11. Δοκιμασία του Δημήτρη : O Δημήτρης ξαναβρίσκει την γυναίκα του.


CONTENTS

1: The unknown Sage : Appearance of the Master. Meeting of Constantinos and Dimitri.

2: Constantinos the rich merchant: Constantinos' relationship with his wife.

3: The young Dimitri with the Master: Visions of previous incarnations.

3: Constantinos and Dimitri: The release of Constantinos.

4: Constantinos with the Master: The death of Constantinos' wife.

5: George and John: Meeting of the Master and Maria with Dimitri, Constantinos, George and John.

6: The revelation of the Master: The Master's teaching on Humanity. Creation myth. Destiny of Humanity.

7: Nicholas and Jimmy. The awakening of Dora and her 6 children: Sealing of the 6 Giants by the Lord.

8: The ordeal of Constantinos.

9: The Chamber[a] of Life: The Book of Life. The alchemical laboratory of Doros.

10: The marriage and death of Dimitri's wife.

11: The ordeal of Dimitri: Dimitri finds his wife again.


[a] ‘Δώμα’ – room, apartment, roof terrace


ΔΕΎΤΕΡΗ ΠΕΡΤΟΔΟΣ

12. Ο αρχηγός του Ισραήλ και ο Καδούρ.

13. Η'πάλη του Κωσταντινάτου με νάνο του Καδούρ. Ή αποστολή των 6 Γιγάντων.

14. Δοκιμασία του Τζίμη.

15. Το έργο και η πάλη του Νικόλα.

16. Η δύναμη της αγάπης του Τζίμη και η μετάνοια του ληστή νάνου.

17. Συζήτηση του Άρχοντα με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο; Περιγραφή του

Δώρου και των απεσταλμένων Του. Λόγια του Αρνιού (Ιησούς). Λόγια του

Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου.

17. Ο Πέτρος (Μιμητής). Ή Αποστόλη των Γιγάντων. Τα Ί0 άρθρα Πίστεως.

Επίκληση της Δώρας. Σφράγισμα του Πέτρου από τον Άρχοντα. Αφύπνιση.

του Πέτρου και η συνάντηση του με τους υπόλοιπους.

18. Έναρξη αποστολής των Γιγάντων. Εξομολόγηση Ευχέλαιο στο προφ. Ηλία.

Εξωτερίκευση των Γεννητόρων για βοήθεια στα Τέκνα Τους.

19. Δοκιμασία Πέτρου και ο κίνδυνος της Δώρας. Ο Άρχοντας δίνει το Ρόδο στους δυο Γίγαντες.

20. Αφύπνιση της Δώρας από το λήθαργο. Μετάνοια ενός νάνου του Καδούρ.

21. Η Δώρα σώζει το Δημήτριο. Τέλος της Αποστολής. Η θυσία.


CONTENT PART TWO

12: The leader of Israel and Kadour.

13: The struggle of Constantinos with the dwarf of Kadour. The mission of the 6 giants.

14: The ordeal of Jimmy.

15: The work and struggle of Nicholas.

16: The strength of Jimmy's love and the repentance of the robber dwarf.

17: The Lord's conversation with the emperor Constantinos. Description of Doros and His envoys. The sayings of the Lamb (Jesus). The sayings of Constantinos the Palaiologos.

17: Peter (Mimitis). The Mission of the Giants. The 10 Articles of Faith. Invocation of Dea. Sealing of Peter by the Lord. Peter's awakening and his meeting with the others.

18: The start of the Giants' mission. Confession extreme unction[b] at prophet Elijah. The exteriorisation of the Generators to help their children.

19: Peter's ordeal and the danger to[c] Dora. The Lord gives the Rose to two Giants.

20: The awakening of Dora from slumber. Repentance of a dwarf of Kadour.

21: Dora saves Dimitri. The End of the mission. The sacrifice.


[b] EE: ‘Ευχέλαιο’ – extreme unction – ‘a sacrament in which a priest anoints and prays for the recovery and salvation of a critically ill or injured person’.

[c] EE: ‘κίνδυνος’ – danger, risk, hazard, jeopardy.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ευχαριστώ θερμά όσους βοήθησαν στη μετάφραση αυτού του κειμένου από το πρωτότυπο της Καθαρεύουσας στα ελληνικά στα αγγλικά. Όπου είναι δυνατόν, έχουμε προσθέσει υποσημειώσεις στο αγγλικό κείμενο προκειμένου ναπαρέχουμε πρόσθετο πλαίσιο για όσους διαβάζουν αυτήν την αφήγηση. Θα ενθαρρύνουμε όλους τους αναγνώστες να κάνουν τη δική τους έρευνα στα διάφορα στοιχεία που καλύπτονται από αυτό το κείμενο.

Το πρώτο μέρος αυτού του κειμένου αφορά τη συγκέντρωση και τη συλλογή των διαφόρων μελών της πνευματικής οικογένειας και τη διδασκαλία και προετοιμασία αυτών των ατόμων για τις αποστολές τους. Αυτή η δραστηριότητα επικεντρώνεται μέσα και γύρω από την Αθήνα, ενώ το δεύτερο μέρος της αφήγησης αφορά τις δραστηριότητες εκείνων των αποστολών που αναλαμβάνουν άτομα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, την Ο θωμανική Αυτοκρατορία, τη Μασσαλία Γαλλία, το Βουκουρέστι και μια περιοχή υπό τη ρωσική δικαιοδοσία.

(Το 1822, η Ελλάδα ανεξαρτητοποιήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το 1832 ιδρύθηκε το Βασίλειο της Ελλάδος.)

Με βάση την αφήγηση και τις αναφορές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτήν την ιστορία πριν από το 1922, που αντιστοιχεί στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Της διάλυσης προηγήθηκε η «Επανάσταση των Νεότουρκων» που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1908 που αποκατέστησε το οθωμανικό σύνταγμα του 1876 και έφερε την πολυκομματική πολιτική με ένα εκλογικό σύστημα δύο σταδίων με οθωμανικό κοινοβούλιο. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε αυτή την αφήγηση, επομένως μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι τα γεγονότα είναι σίγουρα προγενέστερα του 1914.


INTRODUCTION

Many thanks are extended to those who helped in translating this text from the original Katharevousa Greek to English. Wherever possible, we have added footnotes to the English text in order to provide additional context for those reading this narrative. We would encourage all readers to make their own research into the various elements that are covered by this text.

The first part of this text concerns the gathering and collecting of the various members of the spiritual family and the teaching and preparation of those individuals for their missions. This activity is centred in and around Athens, while the second part of the narrative concerns the activities of the missions undertaken by individuals in various parts of Greece, the Ottoman empire, Marseilles France, Bucharest [1], and an area under Russian jurisdiction.

(In 1822, Greece became independent from the Ottoman Empire and in 1832, the Kingdom Greece was founded.)

Based on the narrative and references to the Ottoman Empire, we can time this story prior to 1922, which corresponds to the dissolution of the Ottoman empire. This dissolution was preceded by the 'Young Turk Revolution' which occurred in July 1908 that restored the Ottoman constitution of 1876 and brought in multi-party politics with a two-stage electoral system with an Ottoman parliament. Additionally, there is no reference to the first world war in this narrative, so we can safely say that events are certainly prior to 1914.


Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι το «Ζάππειο» στην Αθήνα, πουβρίσκεται δίπλα στον Εθνικό Κήπο στο κέντρο της Αθήνας, εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1888. Ομοίως, έχουμε σημείο αναφοράς για τον Ιλισό ποταμό που διασχίζει την Αθήνα, το οποίο το 1900, ήταν ακόμη ως επί το πλείστον ακάλυπτη. Λόγω μιας τεράστιας αστικής επέκτασης μετά το 1900, ο ποταμός καλύφθηκε πλήρως μέχρι το το 1948.

Αξίζει να κάνουμε μια σύντομη ιστορία της πόλης της Κωνσταντινούπολης, που σήμερα ονομάζεται Κωνσταντινούπολη. Πριν από το 330 μ.Χ., η πόλη ήταν γνωστή ως Βυζάντιο και όταν το δυτικό και το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενώθηκαν ξανά, η αρχαία πόλη του Βυζαντίου επιλέχθηκε για να χρησιμεύσει ως η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετονομάστηκε σε Nova Roma, ή «Νέα Ρώμη» από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα. Στις 11 Μαΐου 330 μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη και αφιερώθηκε στον Κωνσταντίνο.

Τελικά, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε από τους Ο θωμανούς Τούρκους και καταλήφθηκε στις 29 Μαΐου 1453, μετά την κορύφωση μιας πολιορκίας 53 ημερών που ξεκίνησε στις 6 Απριλίου. Η πόλη διατήρησε το όνομά της ως Κωνσταντινιγιέ μέχρι το 1930, όταν μετονομάστηκε σε Istanbul μετά τον σχηματισμό της Δημοκρατίας της Τουρκίας.
(Η Κωνσταντινούπολη προέρχεται από την ελληνική φράση «Στην Πόλι» που σημαίνει «στην πόλη». Ήταν η απάντηση στην ερώτηση «πού πας;»)

Η σημασία αυτής της πόλης οφείλεται, εν μέρει, στη στρατηγική γεωγραφική της θέση στον Βόσπορο που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ρωσία, ανά τους αιώνες, είχε σχέδια στο Kostantiniyye για να εξασφαλίσει πρόσβαση στο ναυτικό της στο μοναδικό της ναυτικό λιμάνι με θερμά βαθιά νερά. Από το 1453, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η πόλη δέχθηκε διάφορες εξωτερικές και εσωτερικές επιθέσεις, αλλά καμία δεν κατάφερε να πολιορκήσει την Κωσταντινιγιέ ούτε, μάλιστα, να καταλάβει την πόλη. Τούτου λεχθέντος, από τις 13 Νοεμβρίου 1918 έως τις 6 Οκτωβρίου 1923, η πόλη καταλήφθηκε από βρετανικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά στρατεύματα. Δείτε την "Ανακωχή του Μούδρου".


In addition, we know that 'Zappeion' in Athens, which is next to the National Gardens in central Athens, was inaugurated in October 1888. Similarly, we have a datum point for the Ilissos river that flows through Athens which, in 1900, was still mostly uncovered. Due to a massive urban expansion post 1900, the river was completely covered by 1948.

It is worth giving a brief history of the city of Constantinople, now called Istanbul. Prior to 330 CE, the city was known as Byzantium and when the Western and Eastern parts of the Roman Empires were reunited, the ancient city of Byzantium was selected to serve as the new capital of the Roman Empire. It was renamed Nova Roma, or 'New Rome' by Emperor Constantine the Great. On 11 May 330, it was renamed Constantinople and dedicated to Constantine.

Eventually, Constantinople was put under siege by the Ottoman Turks and was captured on 29 May 1453, after the culmination of a 53-day siege that started on 6 April. The city retained its name as Kostantiniyye until 1930, when it was renamed to Istanbul after the formation of the Republic of Turkey.
(Istanbul originates from the Greek phrase " Στην Πόλι " (stim poli), which means "to the city", in answer to the question, "where are you going?")

The importance of this city is, in part, due to its strategic geographical location on the Bosporus which connects the Black and White Seas (the Mediterranean). We should note that Russia, throughout the ages, had designs on Kostantiniyye in order to secure access for its navy at its only warm deep water naval port. Since 1453, the Ottoman Empire and the city came has come under various external and internal attacks, but none managed to place Kostantiniyye under siege nor, indeed, to occupy the city. Having said that, from 13 Nov 1918 to 6 Oct 1923, the city was occupied by British, French, Italian and Greek troops. See the "Armistice of Mudros".


Κατά την ανάγνωση αυτής της αφήγησης ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει κατά νου την έλλειψη των σύγχρονων μηχανικών οχημάτων μεταφοράς που σήμερα επιταχύνουν τόσο τις επικοινωνίες όσο και τα ταξίδια. Επομένως, δεν υπήρχαν αεροσκάφη, αυτοκίνητα, τρένα, μοτοσικλέτες ή λεωφορεία. Οι κύριες μορφές μεταφοράς ήταν: με τα πόδια, με άλογα, κάρα και πούλμαν και, φυσικά, η θαλάσσια ναυτιλία που βοηθούσε τις επικοινωνίες μέσα και γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου.

Περιλαμβάνουμε εδώ μια σύντομη προειδοποίηση σχετικά με την 'Ιστορία της Πνευματικής Οικογένειας'.

 

Αυτό το έγγραφο είναι αξιοπερίεργο, είναι αβέβαιης προέλευσης και εγείρει μια σειρά αντιρρήσεων. Τα γεγονότα σε αυτήν την ιστορία προηγούνται ή ταυτίζονται με τα ιστορικά γεγονότα του T.K+A. [b] στο Παρίσι και το Κάιρο. Επιπλέον, τα άτομα που αναφέρονται σε αυτήν την αφήγηση αναφέρονται σε άτομα πουείναι ανεξάρτητα και χωριστά και από τα ίδια άτομα στο T.K+A. εκείνη την εποχή.

Με βάση την εμπειρία του μεταφραστή, αυτή η αφήγηση οδηγεί συχνά τους Έλληνες αναγνώστες να υιοθετήσουν μια παθητική στάση απέναντι στη διδασκαλία της Μαρί, της ιδρυτή του T.K+A. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ιστορία προβλέπει την αποκατάσταση του Βυζαντίου και η υπόθεση γίνεται τότε ότι αυτή θα καθοδηγηθεί από τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας και ότι ο ελληνικός λαός δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα εκτός από το να περιμένει το 'μεγάλο ημέρα'. Θα μπορούσαμε μάλιστα να προτείνουμε ότι αυτός είναι, ίσως, ο σκοπός του Δώρου, του αφηγητή. Δηλαδή, να αφυπνίσουμε το Ελληνικό Έθνος στη συνειδητοποίηση ότι το πρώτο βήμα σε κάθε μυητικό έργο, είναι το προσωπικό έργο της διαμόρφωσης της «αληθινής προσωπικότητας» μας. Η συλλογική δουλειά ενός έθνους γίνεται τότε δυνατότητα.


While reading this narrative the reader should keep in mind the lack of the modern mechanical transport vehicles that today, speed both communications and travelling. Therefore, there were no aircraft, cars, trains, motorcycles or buses. The main forms of transport were: by foot, horse, carts and coaches and, of course, maritime shipping which aided communications in and around the Mediterranean basin.

We include here a brief warning regarding the 'History of the Spiritual Family'.

This document is a curiosity, is of uncertain provenance and raises a number of objections. The events in this story run prior to or are concurrent with the historic events of the O.L+E. [c] in Paris and Cairo. In addition, the individuals mentioned in this narrative refer to people who are independent and separate and from those same people in the O.L+E. at that time.

Based on the experience of the translator, this narrative often leads Greek readers to adopt a rather passive attitude towards the teaching of Marie, the founder of the O.L+E. This is because the story predicts the restoration of Byzantium, and the assumption then becomes that this will be led by the protagonists of this story and that the Greek people need not do anything apart from waiting for the 'great day'. We might even suggest that this is, perhaps, the purpose of Doros, the narrator. That is, to wake up the Greek Nation to the realisation that the first step in any Initiatic work, is the personal work of forming our 'true personality'. The collective work of a nation then becomes a possibility.


[b] T.K+A. - Τάγμα του Κρίνου και του Αετού

[c] O.L+E. - Order of the Lily and the Eagle.


Κάνοντας αυτή τη μετάφραση της "Ιστορίας της Πνευματικής Οικογένειας" διαθέσιμη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, ελπίζουμε ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορέσουν να κάνουν ένα βήμα πίσω και να δουν τη μεγαλύτερη εικόνα όταν εξετάζουν το νόημα που περιέχεται σε αυτή την αφήγηση.


In making this translation of the "History of the Spiritual Family" available to the general readership, we hope that all interested parties will be able to take a step back and see the 'bigger picture' when considering the meaning contained in this narrative. Of course, you should therefore make of this story, whatever you will.

KePu Αύγουστος 2023


KePu August 2023

 



ασυναίσθήτα σήκωσε με συγκίνησι και τα χέρια.

144 «Μητέρα του Χριστού, πού οι οπαδοί σου σε λένε Παναγία και Μεγαλόχαρη, βοήθησε σε παρακαλώ και μένα να σώσω ένα πιστό σας. Μη λάβης υπ’όψιν σου τη θρησκείά μου, αλλά λογάρίασε μοναχά την πίστη μου στη δύναμι τον Καλού .»

145 Με την τελευταία λέξη φάνηκε να κατεβαίνη απ’τον ουρανό, μέσα σ’ένα σύννεφο η Δώρα, συνοδευομέυη από τέσσερις αγγέλους. Πλησιάζοντας τον τάφο του Νικόλα, παραστάθηκε στην έκτάφή του γίγαντος. Και κατόπιν ανέβηκε πάλι στα ύψη, με την ίδια μεγαλοπρέπεια.

146 Μόλις συνήλθε ο Νικόλας και αντίκρυσε την Άïσέ, ώρμησε κατ’επάνω της με θυμό.

147 «Kι’εδώ ακόμα ήρθες, κόρη του δαίμονα; Τώρα θα ιδής.» «Είμαι αθώα, είμαι αθώα» έφώναξε η δύστυχη.

148 Εκείνος όμως δεν έδωσε προσοχή στα λόγια της. Και ωργισμένως θα την έπνιγε αν δεν τον ανεχαίτιζε η παρουσία το Διδασκάλου.

149 «Άφησε την γυναίκα, γιατί σε έσωσε. Άντι να σου δώση δηλητήριο σε πότισε ναρκωτικό. Λάβε υπ’όψιν σου ότι είσαι φωτισμένος και ότι στο μέλλον δεν θα σου σνγχωρεθούν τέτοια σφάλματα. Ότι έπαθες ας σου γίνη μάθημα, για να έξακολουθήσης την πάλη. Και προσπάθησε να έπανακτήσης ότι σου πήραν.»

150 «Κι’αυτή τη γυναίκα, τι να την κάνω;» «Απ’εδώ και εμπρός θε είναι σύζυγός σου,» άπήντησε ο Διδάσαλος κι’αμέσως εξαφανίστηκε.

151 Ο Νικόλας αγκάλιασε με κάποια συστολή την Αισέ. Αυτή άντιθέτως τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον γέμισε φιλιά. Έτσι πήρε θάρρος κι’εκείνος. Αλλά ο δεσμός τους αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο σαρκικός, όπως πριν. Τώρα συναισθάνονταν και οι δυο ότι ήσαν σύντροφοι και συνεργάται. Γι’αυτό και δεν ξεχάστηκαν πολύ στις τρυφερότητες.

unconsciously, and raised up her hands with emotion.

144. «Mother of Christ, your followers call you the Virgin Mary and the Most Holy, please help me save one of your faithful ones. Do not take my religion into account but consider only my faith in the power of Good.»

145. With the last word, Dora descended from heaven in a cloud, accompanied by four angels. Approaching the tomb of Nicholas, she stood at the while the giant was exhumed and afterwards, she ascended with the same majesty.

146. When Nicholas came to his senses, on seeing Aisha he rushed at her in anger.

147. «Why did you come here daughter of the devil? Now you’ll see.» he cried out. «I’m innocent,» cried the unfortunate woman.

148. He did not pay attention to her words and would have surely choked her if he hadn’t been prevented by the presence of the Master.

149. «Leave her be. She saved you as she gave you a drug instead of a poison. Bear in mind that you are meant to be enlightened so in the future you will not be forgiven for such errors. Let what happened to you be a lesson so that you can continue your struggle and try to get back what was taken from you.»

150. «And what am I to do with this woman?» «From now on, she is your wife,» said the Master and he then disappeared.

151. Nicholas embraced Aisha with some shyness. In contrast she squeezed him in her arms and showered him with kisses. From this he took courage as this time, their bond was not just carnal as before. This time they both felt like companions and partners. That is why they did not get lost in their affections.

συνεχίζεται →


to be continued →

81 of 121


152 Την άλλη μέρα ο Νικόλας κατάλαβε ότι μπορούσε να διασχίζη τις εκτάσεις και να βλέπη νέους ορίζοντές. Έτσι κατώρθωσε ν’ανακαλύψη το κρησφύγετο τού νάνου, πού έμενε μαζί με την κακοφτιαγμένη γρηά, σ’ένα σπήλαιο έξω απ’την πόλι.

153 Όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της η γρηά, έπεσε λιπόθυμη από την τρομάρα της. Ό νάνος έδιάβαζε έκείνη την ώρα ένα απ’τα έγγραφα πού είχε παρη απ’το Νικόλα. Μόλις αντίκρυσε τον αντίπαλό του, νόμισε ότι ήταν το φάσμα του. Κι’έτρεξε αμέσως για να σωθή. Ο Νικόλας τον πήρε από πίσω.

154 «Άθλιο φάσμα γιατί με κυνηγάς;» είπε ο νάνος σε μια στιγμή που τον έφθασε ο εχθρός του.

155 Ο Νικόλας εις απάντησιν, του έπιασε από πίσω τα χέρια.

156 «Καδούρ: Βοήθεια,» φώναξε έντρομος. «Ιησούς Χριστός Νικά,» είπε και ο Νικόλας.

157 Την ίδια στιγμή δυο καρφιά μπήχθηκαν στα μάτια του νάνου. Για να συγκρατήση τούς πόνους δάγκασε κι’έκοψε τη γλώσσα του. Το δεύτερο αυτό πλήγμα τον έκαμε να σωριαστή μπροστά στον αντίπαλό του. Ο Νικόλας του πήρε γρήγορα τα έγγραφα και το ρόδο του.

158 «Στο χέρι μου είναι να σε θανάτώσω. Άλλα μια τέτοια πράξις δεν αρμόζει στο γέννημα τού Δώρου πού υπηρετεί την αλήθεια.»

159 Βγήκε αμέσως για να πάη κοντά στην Άïσέ του. Μόλις την αντίκρυσε έτρεξε κοντά της χαρούμενος κι’αφού τη φίλησε τρυφερά της αφηγήθηκε την περιπέτειά του.

160 Σε λίγες μέρες ο Νικόλαος έμύησε τη γυναίκα του στην άποστολή του και της ανέθεσε να κάμη έρανο για το σκοπό τους.

------------

161 Επί δέκα όλόκληρα χρόνια οι Γίγαντες δεν παρουσίασαν καμμιά έξαιρετική δραστηριότητα. Έζησαν σαν κοινοί θνητοί μέσα στην τύρβη της κοινωνίας.

152. The following day Nicholas realized that he could now travel across the lands and seek out new horizons. So, he managed to discover the hiding place of the dwarf, who lived with a slipshod old woman, in a cave outside the city.

153. When the old woman saw him suddenly before her, she fainted from terror. At that time, the dwarf was reading one of Nicholas’ documents and as soon as he saw his adversary, he thought it was a ghost and immediately ran to save himself. Nicholas caught him from behind.

154. «Terrible ghost, why are you chasing me?» said the dwarf the moment his enemy caught up with him.

155. In response, Nicholas locked the dwarf’s hands behind his back.

156. «Kadour. Help,» he shouted in fear. And Nicolas said in response, «Jesus Christ Conquers.»

157. At that moment, two nails entered the dwarf’s eyes. To contain his pain, he bit and cut his tongue. This second blow caused him to lose his balance in front of his adversary. Nicholas then quickly retrieved his documents and his rose.

158. «Your life is in my hand, I could kill you, but such a practice would not befit one born of Doros who serves the truth.»

159. He left immediately to be with Aisha. As soon as he saw her, he ran up to her happily and after kissing her tenderly, he narrated his adventure to her.

160. After a few days, Nicholas initiated his wife to his mission and commissioned her to raise funds for their cause.

------------

161. For ten whole years the Giants showed no extraordinary activity. They lived like common people in the hustle and bustle of society.

συνεχίζεται →


to be continued →

82 of 121


162 Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, ο δυνατός αέρας και ή ραγδαία βροχή είχαν έρημώσει τούς δρόμους. Εν τούτόις μια αμαξόνα έκάλπαζε μέσα στο σκοτάδι, για να φθάση εκεί πού ήθελε.

163 Ένα σπήλαιο, έξω απ’την πόλι, ήταν τό κρησφύγετο μιας μεγάλης ληστοσυμμορίας. Οι περισσότεροι άνδρες ήταν καθισμένοι κατά γης, γύρω από ένα μικρόσωμο άνθρωπο με γένεια. Πιο πέρα ήταν δεμένος ένας υψηλός νέος με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ήταν ο Τζίμης.

164 «Κι’εν δεν έρθουν ως αύριο τα λύτρα;» ρώτησε ένας ληστής. «Τότε θα τον σκοτώσουμε αμέσως,» απήντησε ξηρά ο κοντός αρχηγός. «Πολύ τρέχεις, καπετάνιο,» είπε με χαμόγελο στα χείλη ο Άγγλος. «Αύριο θα μ’αφήσης ελεύθερο και μάλιστα θα πιούμε μαζί τον καφέ.»

165 «Δεν καταλαβαίνει, φαίνεται, ότι η ζωή του βρίσκεται στα χέρια μου και ότι ένα νεύμα μου αρκεί για να τιναχθούν τα μυαλά του στον αέρα.»

166  Ο Τζίμης χαμογέλασε πάλι.

167 «Μάς υποσχέθηκες, άρχηγέ, ότι θα μας διηγηθής, πως έγνώρισες στο παρελθόν αυτό το παράξενο ύποκείμενο,» είπε ένας ληστης.

168 «Α, ναι. Να σας το πω απόψε που έχω όρεξι.»

169 «Αυτόν τον ελεεινό,» άρχισε να λέη ο νάνος, «τον γνώρισα προ δέκα ετών. Τον συναντησα σ’ένα ερημικό μέρος και τον καλημέρισά. Άλλ’αυτός δεν καταδέχθηκε ν’απάντηση. “Καλημέρα” τού είπα ξανά.»

170 «Δεν συνειθίζω να χαιρετώ βρωμερά όντα.» Όλοι οι λησταί έγύρισαν και κύτταξαν με περιέργεια τον άγγλο, ο οποίος έξακολουθούσε να μένη απαθής.

171 «Εις απάντησιν του έμπηξα το μαχαίρι μου στο μηρί του. “Δεν το ήξευρα ότι δαγκάνεις κι’όλας” τον άκουσα να λέη με μια εκνέυριστική άταραξία. Ένοια σου και θα σε διορθώσω εγώ, είπα μέσα μου κι’ώρκίσθήκα να τον έκδικηθώ.»

172 Ο αρχηγός έσώπασε για μια στιγμή, για ν’ανάψη την πίπα του.

162. One winter evening, the strong wind and heavy rain desolated the streets. Meanwhile, a carriage galloped through the darkness to get to where it needed to.

163. Outside the city, there was a cave which was the hideout of a large gang of robbers. Most of the men were seated on the ground, around a small man with a beard. Beyond them, a tall young man with blond hair and blue eyes was tied up. It was Jimmy.

164. «What if the ransom doesn’t come tomorrow?» asked one thief. «Then we will kill him immediately,» replied the short leader dryly. «You get ahead of yourself captain,» said the Englishman with a smile on his face. «Tomorrow, you will let me go free and we will even drink a coffee together.»

165. «It seems he does not understand that his life is in my hands and a nod from me his brains will be blown out.»

166. Jimmy smiled again.

167. «Chief, you promised us that you would tell us how you met this strange person,» said one of the thieves.

168. «Well, I will tell you this evening, now that I am in the mood.»

169. «This miserable man,», the dwarf began, «I met him ten years ago in a deserted place and I said good morning to him. But he refused to answer me. So, I said to him “good morning” once again.»

170. «I am not used to greeting foul beings,» he said. All the bandits turned and curiously looked at the Englishman, who seemed to remain impassive.

171. «In answer I plunged my knife into his thigh. “I didn’t know you were biting everything,” I heard him say in a nonchalance and annoying manner. “Mind yourself. I will sort him out” I said to myself, and I vowed to take my revenge on him.»

172. The chief paused for a moment to light his pipe.

συνεχίζεται →


to be continued →

83 of 121


173 «Μια μέρα τον είδα να μπαίνη σ’ένα βαπόρι. Χωρίς να το πολυσκεφθώ ταξίδεψα κι’εγώ κι’έβγήκα μαζί του στην Κωνσταντινούπολι. εκεί έβαλα ένα δικό μου άνθρωπο να πάη το μορφονηό μας στην αγκαλιά μίας χανούμισας, πού της άρέσαν εξαιρετικά ο Άγγλοι. Την ίδια ώρα επήγα κι’έγώ μαζί με τον πασά και τούς πιάσαμε στα πρασα.»

174 «“Δεν φταίει αυτός, εμένα τιμώρησε” απήντησε θαρραλέα η έρωτοχτυπημένη γυναίκα. Δεν φταίει η χανούμισα, εγώ την παρέσυρα” είπε κι’αυτός ο ήλίθιος. Ο πασάς ήταν αποφασiσμένος να ρίξη την απίστη στις υπόγειες δεξαμενές των χιλίων και ενός στύλων[30], αυτόν δε το μασκαρά να τον παραδώση στην αστυνομία. Αλλά πριν συνέλθη απ’την έκπληξί του για την άνέλπιστη στάση και των δυο, βλέπουμε την χανούμισα να τρέχη και να πέφτη μέσά στη δέξαμενή. και ξοπίσω της αυτόν. “Κατεδικάσθησαν μόνοι τους” είπεν ο πασάς. Κι’εγώ φαντάσθηκα ότι θα πνιγότάν. “Άλλ’αν τα καταφέρη και γλυτώση;” σκέφθηκα. Αμέσως έβγαλα το σακκάκι μου κι’επεσα κι’έγώ μέσα στη δεξαμενή, για να μην τον αφήσω να βγή ζωντανός. σε λίγο στήρίχθηκα πάνω σ’ένα στύλο κι’έβγαλα τα παπούτσια μου πού με βάραιναν. Κι’έξακολούθησα σα την καταδίωξη. Μπροστά μου βρέθηκε η χανούμισα, πού πνιγόταν. την άφησα κι’έψαξα παντού γι’αυτό τον ελεεινό, έως ότου εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις μου. Τότε μόνο σκέφθηκα να φροντίσω για τη σωτηρία μου. Ευτυχώς σε λίγο είδα να ρίχνουν από ένα πηγάδι ένα κουβά για νερό. Τον τράβηξα και τον χτύπησα δυνατά για να δώσω σημεία κινδύνου. Έτσι μ’έσυραν απάνω και με έσωσαν δύο άνδρες.»

175 «Και ώργισμένως θα τους διηγήθηκες καμμιά φανταστική ιστορία, για να μπαλώσης τα πράγματα,» είπε ένας ληστής, σ’ένα κοντοσταμάτημα της ομιλίας.

176 «Εννοείται.»

177 «Κι’ύστερα;» ρώτησε ένας άλλος ληστής.

178 «Μετά θέλησα να πάρω να βαπόρι, πού ερχόταν εδώ, όπου είχα -

173. «One day I saw him take a ferry and without giving it much thought, I also took the ferry to Constantinople along with him. Once there, I had one of my own men take our lover boy[31] into the arms of a courtesan[32], who liked Englishmen very much. At the same time, I took the pasha[33] with me, so that we could catch the couple in a honey trap.»

174. «“It’s not his fault, punish me,” said the courageously the love-struck woman. “It is not the fault of the courtesan, I led her astray,” said the imbecile. The pasha was determined to throw the unbeliever into the subterranean cistern of one thousand and one pillars, and hand the imbecile over to the police. But before he could recover from his surprise at their hopeless attitude, the courtesan ran and fell into the cistern and the man jumped after her. “They condemned themselves,” said the pasha. And I first thought that they would drown. “But what if they managed to escape?” I then thought. Immediately, I took off my jacket and jumped into the cistern to prevent him getting out alive. After a while, I supported myself against a pillar and took off my shoes that were weighing me down. Then I continued my pursuit and in front of me, I found the drowned courtesan. I left her and searched everywhere for this miserable man until my strength was exhausted. Only then did I think about taking care of my own salvation. Luckily, I saw a bucket cast from above into the cistern to collect water. I pulled and hit the bucket hard to alert them of my jeopardy. In this way, I was dragged from the cistern and rescued by the two men.»

175. «You must have embroidered a tall story to tell them», said one of the bandits during a short pause in his story.

176. «Obviously.»

177. «And later?» asked one of the other bandits.

178. «Afterwards, I wanted to take a steamer that was coming here, where I had -

συνεχίζεται →


to be continued →

84 of 121


δουλειά. Αλλά όταν έπλησίασα, ξεύρετε ποίούς είδα μέσα;Την αφεντιά του μαζί με τη χανούμισα. Μπορείτε να φαντασθητε τώρα σεις την έκπληξι μου κα κατόπιν τη φούρκα μου, όταν κατάλαβα ότι ακριβοπλήρωσαν τον καπετάνιο, για να έπιμείνη ότι δεν είχε θέσι για μένα. Στο πείσμα μου απάνω έναύλωσα άλλο βαπόρι. Και σε λίγες ώρες πλησιάσαμε το δικό τους. σε τρεις μέρες άράξαμε σ’ενά λιμάνι. Αλλά το ζεύγος δεν βγήκε έξω. Ούτε και όταν τελείωσε το δρομολόγιο τού βαποριού. Για να μή σάς τα πολυλογώ, αυτό το κυνηγητό βάσταξε έπί τέσσερις ολόκληρους μήνες. Μια μέρα είδαμε να πλησιάζη το βαπόρι μας μια βάρκα με δυό άνθρώπους μέσα. Ο ένας ήταν ναύτης και ο αλλος αυτό το τέρας. “Αυτό που έπιθυμείς, δεν θα το επιτυχής, αν θέλης λοιπόν το καλό σου, πάψε να μέ άκολουθήσ”. Αυτά τα λίγα λόγια είπε κι’αμέσως άπομακρυνθηκε η βάρκα. Τη νύκτα είδαμε ανέλπιστα μια πρωτοφανή φουσκοθαλασσιά. Το τιμόνι μας έσπασε κι’ύστερα από κάμποση ώρα το πλοίο μας έγινε κομμάτια πάνω σε μια ύφαλο. Αρπαξα μια σανίδα. σε λίγο βρέθηκε μπροστά μου μια βάρκα. Επιάστηκα απάνω της. Την ίδια στιγμή ομως αντίκρυσα μεσα σ’αυτή τον Άγγλο. Ώσπου να σκεφθώ αν έπρεπέ ν’ανέβω στη βάρκα ή να ξαναπέσω στην αγριεμμένη θάλασσα με τη σανίδα, αυτός με τράβήξε από τα χέρια. “Εσύ δεν πρέπει να πνιγής,” μού είπε, “γιατί σου χρωστώ χάρι, πού μ’έκανες τόσον καιρό να διασκεδάζω.” “Τώρα θα κάνουμε καλύτερη παρέα.” Ήταν βλέπετε η σειρά του και μπορούσε να λέη ότι ήθελε. Στο βαπόρι μου έδωσε μια κουκέτα μέσα στην καμπίνα του. “Τι διάβολο,” είπα μέσα μου, “δεν σκέφθηκε ότι μπορεί να τον σκοτώσω;” Τη νύκτα σηκώθηκα σιγά-σιγά, πήρα ένα μαχαίρι και ώρμήσα κατά επάνω του. Αλλά μόλις έπλησίασα, το χέρι του έπιασε το δικό μου. “Φίλε μου,” είπε με την ίδια αναισθησία, “δεν επαιρνές απ’το τραπεζάκι το άλλο μαχαίρι πού κόβει καλύτερα;” Την άλλη μέρα μού είπε, “Βλέπεις, φίλε μου, ότι δεν μπορείς να μού κάνης κακό; Κακό, κι’εγώ δεν θέλω να σού κάμω.” Ας γίνουμε λοιπόν φίλοι κι ας παίξουμε χαρτιά η –

work to do. When I approached the boat, guess who was inside? His nibs with the courtesan. You can imagine my surprise and rage when I realized that they paid the captain a hansom price to insist that there was no place for me available on the ferry. In my stubbornness, I chartered another ferry. After a few hours we approached their ferry and after three days we entered a port, but the couple did not appear. Nor even when the steamer’s route was complete. To make a long story short, this chase continued for four whole months. One day, we saw a boat approaching our steamer with two people in it. One was a sailor and the other was this monster. “Whatever you wish for, you will not succeed, so for your own good, stop following me.” With “With those words the boat moved away immediately. That night we saw an unexpected storm surge. Our rudder broke and sometime later our ship broke up on a reef. I grabbed a plank. A little later a boat appeared in front of me, and I climbed aboard. Immediately, I saw the Englishman inside the boat. Just when I was thinking whether I should climb into the boat or fall back into the raging sea with a shipwreck driftwood, he pulled me out by my hand. “You shouldn’t drown,” he said to me, “as I owe you a favour as you entertained me for a long time.” “Now we can keep each other company.” You see, it was his turn and could say whatever he wanted. On the boat he gave me a bunk in his cabin. “What the hell,” I said to myself, “didn’t he think I could kill him?” That night I slowly got up, took a knife and rushed at him. But as soon as I got closer, his hand grabbed mine. “My friend,” said he, dispassionately “why don’t you take the other knife from the table that cuts better?” The next day he said, “My friend, can’t you see that you cannot hurt me? And I do not want to hurt you.” So, let’s be friends and play cards or -

συνεχίζεται →

to be continued →

85 of 121


τάβλι.” Ομολογώ ότι τα λόγια του και η στάσις του μίλησαν αλλόκοτα στην ψυχή μου. Κι’από τότε άρχισαν να γεννιούνται μέσα μου όλως διόλου διαφορετικά αισθήματα. Μαζί του έζησα δύό ολόκληρα χρόνια. Ταξιδέψαμε σχεδόν παντού. Αυτός έκανε διάφορες εργασίες σε κάθε πόλι πού πηγαίναμε. Εν τω μεταξύ μαζί ετρώγαμε, μαζί κοιμούμαστε μαζί περνούσαμε τις ώρες πού δεν είχε δουλειά. Και να σάς πω την αλήθεια, οι ώρες αυτές περνούσαν πολύ ευχάριστα. Γιατί τα κατάφερνε ο άτιμος καλά στα καλαμπούρια και στ’αστεία.

179 «Σ’ευχαριστώ για το κοπλιμέντο καπετάνιε,» άκούστηκε να λέη ο Άγγλος.

180 Ο αρχηγός συνέχισε την αφήγησι του, χωρίς να τού δώση απάντησι.

181 «Κάποτε θυμήθηκα την αποστολή μου και ζήτησα να τον έγκαταλείψω, στη Μασσαλία. Προσπάθήσε με τα πιό καλα λόγια να μού αλλάξη το κεφάλι. Αλλ’αυτή τη φορά δεν το κατώρθωσε. Δέν έθύμωσε όμως. Απεναντίας έπεσε στην αγκαλιά μου και μού είπε με δακρυσμένα μάτια: “Πήγαινε στο καλό, φίλε μου. Εγώ θα μείνω με την ανάμνησι της καλής μας συντροφιάς.”»

182 Ο αρχηγος έσωπασε αυτή τη φορά για κάμποση ωρα. Φαινόταν συγκινημένος. Στην έκφραση, πού πήρε το πρόσωπό του, δεν άνεγνώριζαν τα παλληκάρια του τον αιμοχαρή αρχηγό, που ήταν το φόβητρο εκείνου του μέρους. Γι’αυτό τον παρατηρουσάν με περιέργεια και άλληλοκυταζόντουσαν.

183 Ξαφνικά η μορφή του άρχηγου άγρίεψε πάλι και το βλέμμα του έγινε βλοσυρό.

184 «Επί τέλους τα κατάφερα,» άρχισε πάλι να λέη ο αρχηγός, «να ξεκολλήσω απ’αυτό το ύποκείμενο, που με μαγνήτιζε και με άφώπλιζε με το βλέμμα του και μ’έκανε άθελά μου να τον συμπαθώ, αντί να το μισώ, και να ζητώ την παρέα του, αντί το θάνατό του. Στην Μασσαλία έμεινα μερικές εβδομάδες, για να μπορέσω να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Μετά -

backgammon.” I confess that his words and his attitude spoke strangely in my soul. And from then on, very different feelings began to arise in me. So, I lived with him for two whole years, and he did various jobs in every town we visited. In the meantime, we ate, slept and spent hours together even when he was not working. To tell you the truth, we had a very pleasant time together, because this dishonest man was good at pranks and jokes.»

179. «Thank you for the complement captain,» said the Englishman.

180. The leader continued his story, without giving him an answer.

181. «Once, in Marseilles, I remembered my mission, so I asked to leave him. He tried with the kindest words, to change my mind, but this time he didn’t manage it. But he didn’t get angry. Instead, he embraced me and said with tearful eyes: “Go to hell, my friend. I will stay with the memory of our good company.”»

182. The leader kept silent for some hours. He seemed quite moved. From the expression on his face, his intrepid men did not recognize the bloodthirsty leader of the one that was the terror of the place. That’s why they were watching him with curiosity and some confusion.

183. Suddenly the captain’s countenance became fierce once again and his look became hard.

184. «In the end,» the leader began, «I managed to detach myself from this sod, who mesmerized and disarmed me with his gaze and made me involuntarily like him instead of hating him, and to ask for his company instead of his death. So, I stayed in Marseilles for a few weeks, so that I could make up my mind. I then -

συνεχίζεται →


to be continued →

86 of 121


πήρα ένα βαπόρι και βγήκα στον Πειραιά. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην αποβάθρα, αντίκρυσα αυτό το σατανά, που ήρθε να με παραλάβη με ανοικτάς αγκάλας, γιατί η ζωή του, μου είπε, χωρίς εμένα, κύλούσε μονότονα. Για μια στιγμή θέλησα να γυρίσω στο βαπόρι, αλλά χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα μαζί του μέσα σ’ενα άμάξι πού πήγαινε για την Αθήνα. Στο δρόμο μου μιλούσε με ζωηρή ευχαρίστησι για τη νέα ζωή πού θα κάναμε, ενώ εγώ σκεπτόμούνα ηώς να του το σκάσω. Και πράγματι, σε μια στιγμή ηύρα την ευκαιρία και κρύφτηκα σ’ένα κατάλληλο μέρος. Εκεί συλλογίστηκα ότι η αποστολή μου ήταν να τον εξοντώσω. Ρωτώντας όμως τον εαυτό μου εύρισκα ότι δεν είχα το άπαιτούμένο μίσος για να το κάμω και για να έξιλεωθώ λίγο απέναντι του όρκου μου, ανέβηκα σ’αυτά τα βουνά και ηύρα για συντρόφούς μου εσάς.»

185 Σταμάτησε λίγο για να πάρη ανάσά.

186 «Τη συνέχεια την ξέρετε. Όταν τον είδατε να περιφέρεται σ’αυτά τα μέρη και τον οδηγήσατε μπροστά μου, δεν θέλησα να τον σκοτώσουμε αμέσως. Γι’αυτό του ζήτησα να μας φέρη λύτρα.»

187 «Όλα τα διηγήθηκες ωραία καπετάνιε μου,» έκανε ο Τζίμης. «Ένα πράγμα μονάχα ξέχασες να πήσ: Ότι εγώ σου έδινα πάντα απ’τα καλύτερά μου τσιγάρα, ενώ εσύ μ’έχεις τόσες ώρες τώρα με την πίπα άδεια ......»

188 Ο αρχιλήσταρχος έδίστάσε για μια στιγμή.

189 «Δώστε του όσο καπνό θέλει,» διέταξε.

190 «Πες τους, καπετάνιε μου, να μου λύσουν και τα χέρια.»

191 «Λύστε του και τα χέρια να μή μας σκοτίζη.»

192 Έφού έπραγματοποίήθηκαν και οι δυό έπιθυμίες του Άγγλου, ο αρχηγός διέταξε τούς άνδρές του ν’άποσυρθούνε και να τον είδοποιήσουν aν έρθη κανένας απ’τους ανθρώπους του αίχμαλώτου.

193 «Μα δεν είπαμε, καπετάνιε, ότι θα πάμε έμείς να τούς βρούμε και ότι θα πιούμε ένα έξοχο καφέ;»

194 «Σκασμός έσύ.»

took a ferry and headed to Piraeus.» As I step on to the dock, I saw this devil who welcomed me with open arms because, he told me, his life was monotonous without me. For a moment I wanted to get back on the ferry, but without realising it I found myself in a cab going to Athens. On the way, he spoke with vivid pleasure about the new life we would have together while I was thinking to escape from him. At one moment I got my chance and hid in a suitable place. While hiding I reflected upon my mission to eliminate him. Asking myself I found that I did not have the requisite hatred to do it and to get a little relief from my oath, I climbed these mountains and sought you out as companions.»

185. He paused a little to catch his breath.

186. «And you know the rest. When you saw him wandering near here and you brought him before me, I did not wish to kill him immediately. That’s why I asked him to bring us a ransom.»

187. «You have narrated the story well my captain,» said Jimmy. «But you forgot to mention one thing, that I always gave you the best cigarettes while you left me, for such a long time, with an empty pipe ......»

188. The robber chief hesitated for a moment.

189. «Give him all the tobacco he wants,» he ordered.

190. «Tell them to also untie my hands my captain.»

191. «Untie his hands, so that he stops pestering us.»

192. After both of the Englishman’s wishes were realized, the leader ordered his men to withdraw and inform him when any of the captive’s men came.

193. «Captain, did we not say that we would go and find them and have a fine cup of coffee?»

194. «Shut up.»

συνεχίζεται →

to be continued →

87 of 121


195 Ο Άγγλος έτράβηξε άπαθέστατά δυο τρεις ρουφηξιές με την πίπα του.

196 «Ή βροχή έπαψε,» είπε ο αρχηγός. «Πηγαίνετε τον εκεί κάτω απ’τα δέντρα.»

197 Ο Τζίμης έξακολουθούσε να καπνίζη ήδονικα, απολαμβάνοντας εν τω μεταξύ τη Φύσι.

198 Ο αρχηγός της ληστοσυμμορίας παρακολοτουθούσε από μακρυά τη στάσι του και αθελά του έπηρεαζόταν απ’την ξεγνοιασιά του και την καλοκαγαθία του. Από το νου του πέρασαν τα διάφορα περιστατικά πού πήγαινε να τον έξοντώση, ενώ εκείνος του ανταπέδιδε καλό.

199 “Τι είδους ανθρωπος είναι αυτός αναρωτιόταν.”

200 Και από σκέψη σε σκέψη έφθασε στο σημείο να θεωρή ότι ήταν αδικία να καταδιώκη ένα τέτοιο ανθρωπο που φερνόταν με αγάπη και στους έχθρούς του άκόμη. Για μια στιγμή του ήρθε η ιδέα να τον άφήση ελεύθερο, αλλά αμέσως τον ανεχαίτισε ο όρκος του.

201 “Ας τον σκοτώσω λοιπόν, να γλυτώσω απ’αυτή την τυραννία” συλλογίστηκε.

202 Έγέμισε αμέσως ένα πιστόλι και πλησίασε τον άντίπαλό του.

203 «Έρχομαι να σε σκοτώσω.»

204 «Αφού το αποφάσισες, αγαπητέ, έχει καλώς,» είπε με μειλίχιο ύφος ο Άγγλος, «στάσου μονάχα να προτείνω καλά το στήθος μου, για να βρούνε τα βόλια σου κατ’ευθείαν την καρδιά. Δεν πιστεύω να θέλης κι’όλας να με παιδέψης; Είμαι καλά έτσι;»

205 «Σατανά:» φώναξε όπισθοχορώντας ο άρχιληστής. «Τα λόγια σου παραλύουν το κορμί μου.»

206 «Μην παραφέρεσαι, καλέ μού αντίπαλε. Έλα κοντά μου να μιλήσουμε και ν’άστειευθούμε, όπως έκάναμε κάποτε. Έλα να σου πω μερικές φιλοσοφίες πού άκουσα απ’τα παλληκάρια σου.»

207 Μ’αυτά τα λόγια τον τράβηξε κοντά του ό Τζίμης.

208 «Άκούμπησε το κεφάλι σου στα γόνατά μου κι’άφησε με να σου -

195. The Englishman took two or three puffs on his pipe.

196. «The rain has stopped,» said the leader. «Take him there under the trees.»

197. Jimmy continued to enjoy smoking while enjoying Nature.

198. The leader of the bandit gang watched Jimmy at a distance and was unwittingly influenced by his nonchalance and kindness. In his mind various incidents passed in which he was going to exterminate Jimmy while he only returned good.

199. “What kind of man is he, I wondered.”

200. After much thought, he came to the point of considering that it was unjust to persecute such a man who treated his enemies with such love. So, for a moment he thought about letting him go free, but he was immediately consumed by his oath.

201. “So, to escape this tyranny let me kill him” he thought.

202. He immediately loaded a pistol and approached his adversary.

203. «I’m here to kill you.»

204. «My dear friend, as you have made up your mind, that’s fine,» said the Englishman bluntly, «wait for a moment, so I can position my chest so the bullets can clearly hit my heart. I don’t believe that you still want to torment me. Am I in the right position for that?

205. «You Devil,» shouted the captain backing away. «You stop me in my tracks with your words.»

206. «Don’t go too far, my good adversary. Come here and let us talk and joke together as we once did. Let me tell you some philosophies I’ve heard from your intrepid men.»

207. With these words, he drew closer to Jimmy.

208. «Lay your head on my knees and let me -

συνεχίζεται →


to be continued →

88 of 121


χαιδέψω τα μαλλιά, όπως έκανα και μέσα στο βαπόρι. Θυμάσε;»

209 Καί χαιδεύοντάς του τα μαλλιά του μιλούσε μ’ένα ήρεμο και γλυκό υφός για διάφορα νόστιμα και ένδιαφέροντα πράγματα.

210 Ο αιμοβόρος αρχηγός των ληστών ήταν τώρα σαν αρνάκι. Ή Αγάπη νίκησε ακόμα μια φορά. και ο Τζίμης πού την αντιπροσώπεύε, έθριάμβευε.

211 Ο αρχηγός αποκοιμήθηκε γλυκά πάνω στα γόνατα του αίχμαλώτου του. Κατά τα ξημερώματα ξύπνησε. Στήν αρχή έστρέψε γύρω του μέ έκπληξι το βλέμμα. Αμέσως όμως θυμήθηκε πώς βρέθηκέ εκεί.

212 «Αγαπητέ μου φίλε,» έκαμε υποβλητικά ο Άγγλος. «Διέταξέ να μας φέρουν δυο καλά άλογα. Με καλεί μια έπείγουσα εργασία κι’εσύ θα με συνοδέψης.»

213 Χωρίς να περιμένει απάντηση βοήθησε το νάνο ν’ανέβη στο ένα άλογο, καβαλίκεψε κι’αυτός το αλλο κι’άρχισαν να καλπάζουν. Οταν επλησίασαν στην πόλι, κατέβηκαν για να ξεκουρασθούν λίγο.

214 «Εγώ θα προχωρήσω μόνος,» είπε ο Τζίμης. «Και το μεσημέρι θα σε περιμένω στο καφενείο της πλατείας.»

215 Καβαλίκεψε πάλι το άλογό του και σε λίγο έγινε άφαντος, ενώ ο σύντροφός του έμεινε άφωνος και σκεπτικός. Περπάτησε κάμποσο με κατεύθυνσι ένα ξωκλήσι. εκεί είδε ένα καλόγερο να διαβαζη. Όταν τον αντίκρυσε κιαυτός, σηκώθηκε τρέμοντας απ’το φόβο του. Απ’το παρουσιαστικό του και την περιβολή του κατάλαβε ότι είχε να κάμη με ληστή.

216 «Μπορείς, γέροντα να με κάμης κι’εμένα χριστιανό;»

217 Ο καλόγερος, πού κάθε άλλο παρά την ερώτηση αυτή περίμενε, τα έχασε για μια στιγμή. Ύστερα όμως πήρε σιγά σιγά θάρρος.

218 «Και με μεγάλη μού ευχαρίστηση μάλιστα,» απήντησε μισοτραυλίζοντας στην αρχή.

219 «Και πώς θα με κάμης;»

220 «θα σε βαφτισω. Δηλαδή θα σε ραντίσω, γιατί είσαι μεγάλος.»

stroke your hair, as I did on the ferry. Do you remember?»

209. Stroking his hair, he talked in a calm and sweet manner about various beautiful and interesting things.

210. The blood thirsty bandit leader was as a lamb. Love had won him over and Jimmy, who represented love, had triumphed.

211. The leader fell asleep on the knees of his captive. At dawn he woke up with a confused look on his face, but immediately he remembered where he was.

212. «My dear friend,» said the Englishman. «Order two good horses for us. I have to do an important errand and you will accompany me.»

213. Without waiting for an answer, Jimmy helped the dwarf mount one horse, and riding the other, they galloped away. When they reached the city, they dismounted to rest a little.

214. «I will continue on my own,» said Jimmy. «At midday I will be waiting for you at the coffee shop in the square.»

215. He mounted his horse and after a while he disappeared. Meanwhile his companion remained quiet and thoughtful. He walked towards a small chapel where he saw a monk reading. On seeing him, the monk jumped up trembling from fright. From his footwear and clothes, he realised he was dealing with a bandit thief.

216. «Old man, can you make me a Christian?»

217. The monk who was not expecting such a question, was a little lost to begin with, but slowly he gathered his courage.

218. «Certainly I can,» he stammered «with great pleasure.»

219. «How will you do that?»

220. «I will baptise you. That is, I will sprinkle you with water, as you are adult.»[34]

συνεχίζεται →


to be continued →

89 of 121


221 «Και θα σού ρίξω λίγο νερό στο κεφάλι.»

222 «Καλά, πάμε και κάνε όπως ξέρεις.»

223 Μόλις ο νάνος επάτησε το κατώφλι της έκκλησίας, πήρε ένας δυνατός αέρας και μία άγρια φωνή έσφύριξε στ’αυτιά του.

224 «Άπιστε: Πού πρόδωσες τις υποσχέσεις και τούς όρκους σου.»

225 «Άπιστοι είσθε εσείς με τις κακίες και τα πάθη σας,» αποκρίθηκε έντονα και ο νάνος.

226 Ύστερα από μισή ώρα ο καλόγερος βγήκε χαρούμενος απ’το ξωκλήσι μαζί με τον νεοφώτιστο, πού τον ώνάμαζε Μανώλη.

227 «Τώρα, παπά μου, είμαι χριστιανός;»

228 «Ναι, παιδί μου.»

229 «Και, τί θα πή χριατιανός;»

230 Ο καλόγερος εμίλησε με λίγα απλά λόγια για την έποχή της ειδωλολατρείας, για τη διδασκαλία του Χριστού, ο όποιος ήρθε στον Κόσμο για τη σωτηρία των ανθρώπων και τέλος για το χριστιανισμό. Ή ψυχή τον πρώην ληστού γαλήνέυε όσο προχωρούσε η ανάπτυξις του καλόγερου και η έκφρασις τού προσώπου του έγινε γλυκεία όταν άκουσε τα έδαφια του Ευαγγελίου “Αγαπητέ τους έχθρους υμών καλώς ποιετε τοίς μισούσιν υμάς.”

231 “Με μια τέτοια θρησκεία,” συλλογίστηκε, “όλα τα δαιμόνια μπορεί κανείς να τα καθυποτάξη.”

232 Σηκώθηκε, φίλησε το χέρι του καλογερου και τον εύχαρίστησε για ότι του έκαμε.

233 «Ο Θεόs, παιδί μου, να σε φωτίζη στο καλό και να σε προστατεύη.» Χαρούμενος ο νεοφώτιστος έκάλπαζε προς την πόλι, γιατί έπλησίεζε μεσημέρι κι’ήθελε να συναντούσε τον Άγγλο.

234 Ο Τζίμης είχε σταματήσει προηγουμένως μπροστά σ’ένα σπήλαιο, όπου άκουσε ομιλίες. Εκεί μέσα συνήντηησε το Διδάσκαλο και γύρω του πέντε αδελφούς.

235 «Να με συγχωρείτε που άργησα λίγο,» είπε ο Τζίμης.

221. «And I’ll pour some water on your head.»

222. «Fine, go ahead. Do what you know.»

223. As soon as the dwarf stepped on the threshold of the chapel, a strong wind blew, and a fierce voice whistled in his ears.

224. «Unbeliever, that you have betrayed your promises and vows.»

225. «You are the unbeliever, because of your vices and passions,» the dwarf responded intensely.

226. After half an hour the monk came joyfully out of the chapel with the new convert, whom he named Manolis[35].

227. «Well father, am I now a Christian?»

228. «Yes my son.»

229. «And what does Christian mean?»

230. The monk spoke with a few simple words about the age of idolatry, about the teaching of Christ, who came into the world for the salvation of people, and finally about Christianity. The soul of the former bandit became progressively calmer as the monk advanced and developed his words, and the expression on his face became sweet when he heard the words of the Gospel, “Love your enemies and do good to those who hate you.”

231. “With such a religion,” he reasoned, “all demons can be subdued.”

232. He got up, kissed the hand of the monk and thanked him for what he had done for him.

233. «My child, may God enlighten you with good and may he protect you.» Joyfully the new convert strode towards the city, as it was approaching noon and he wanted to meet the Englishman.

234. Meantime, Jimmy had stopped before a cave where he heard voices. There, he met the Master who had five brothers around him.

235. «Excuse me for being a little late,» said Jimmy.

συνεχίζεται →

to be continued →

80 of 121


[1] English Editor: ‘Δώμα’ – room, apartment, roof terrace

[2] EE: ‘Ευχέλαιο’ – extreme unction – ‘a sacrament in which a priest anoints and prays for the recovery and salvation of a critically ill or injured person’.

[3] EE: ‘κίνδυνος’ – danger, risk, hazard, jeopardy

[30] EE: The Cistern of Philoxenos or Binbirdirek Cistern, is a man-made subterranean reservoir in Istanbul, between the Forum of Constantine and the Hippodrome of Constantinople in the Sultanahmet district. It was built in the 5th or 6th century.
"Binbirdirek" means "1001 Columns" in Turkish, although the true number is 224. The origin 1001, comes from the Turkish word "binbir" (i.e., 1001), as a phrase used to express a large number of things.

[31] EE: ‘Morphonios’ – Greek slang for ‘lover boy or Casanova’.

[32] EE: ‘Chanoumisa’ – a ‘courtesan’ in the Ottoman tradition.

[33] EE: ‘Pasha’ - a higher rank in the Ottoman political and military system, granted to governors, generals, dignitaries.

[34] EE: Orthodox baptism is usually full body immersion in water. However, as the dwarf was too large for the font used to baptize babies, the priest was obliged to sprinkle water.

[35] EE: Manolis is a Greece male name derived from the name Emmanouil, which comes from the Hebrew Immanuel meaning ” God is with us”.



¤ OL+E Home Page

¤ Back to History Index

 

BIG col-3

 

History of the Spiritual Family - part II


No copyright is claimed for either the Emblem of the OL+E or for the title 'Order of the Lily and the Eagle'
© Commandery of Attica in the West